δαίμων

δαίμων
δαίμων (δαίμων, -ονος, -ονα); -όνων, -όνεσσι, -ονας)
a god
I ἔστι δ

ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35

δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.46

κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1.12

χρὴ τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστευέμεν P. 3.59

καὶ τίς ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν; N. 5.16

ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον N. 9.45

χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις δαιμόνων βουλαῖς I. 4.19

κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11

(Αἰακός)

ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.24

II specifically.

φαυσίμβροτος δαίμων Ὑπεριονίδας O. 7.39

οἰοπόλος δαίμων” (ὁ Τρίτων. Σ.) P. 4.28 ξεινοδόκησέν τε δαίμων fr. 311.
III sing. heaven, gods

τύχᾳ μὲν δαίμονος O. 8.67

ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28

τὰ δοὐκ ἐπἀνδράσι κεῖται· δαίμων δὲ παρίσχει P. 8.76

Ἄπολλον, γλυκὺ δἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10

ἔκ δὲ τελευτάσει νιν ἤτοι σάμερον δαίμων P. 12.30

σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ἐπήρατον I. 6.12

θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες· δαίμων δἄισος I. 7.43

b genius, guardian spirit, fortune

λτ;γτ;ενοφῶντος εὔθυνε δαίμονος οὖρον O. 13.28

εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι O. 13.105

δαίμων δἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν (ὁ κακοποιός, ὡς πρὸς τὸν ἀγαθόν. Σ.) P. 3.34

τὸν δἀμφέποντ' αἰεὶ φρασὶν δαίμον ἀσκήσω P. 3.109

Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.123

κατερεῖς πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν (sc. Αἴγινα) Pae. 6.131

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δαίμων — god masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίμων — ο βλ. δαίμονας …   Dictionary of Greek

  • δαίμων ή δαίμονας — Στην αρχαία ελληνική γλώσσα σήμαινε θεός θεά και γενικά κάθε εξωανθρώπινη ύπαρξη στην οποία αποδιδόταν μία δύναμη που επιδρούσε σε ορισμένες περιστάσεις και σε ορισμένα μέρη. Έτσι, απέδιδαν σε έναν δ. την εμφάνιση μιας δυστυχίας ή μια επιτυχημένη …   Dictionary of Greek

  • Демон — (δαίμων) βообще означает (в классич. литер.) деятеля, обладающего сверхчеловеческой силой, принадлежащего к невидимому миру и имеющего влияние на жизнь и судьбу людей; между δαίμων θ θεός οриблизительно такое же отношение, как между лат. numen и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • δαιμόνεσσι — δαίμων god masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμόνοιν — δαίμων god masc/fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμόνων — δαίμων god masc/fem gen pl δαιμονάω to be under the power of a imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) δαιμονάω to be under the power of a imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαῖμον — δαίμων god masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίμονα — δαίμων god masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίμονας — δαίμων god masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίμονε — δαίμων god masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”